- αλφαδιαστής
- ο [αλφαδιάζω]αυτός που αλφαδιάζει, που κανονίζει με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλφαδιάζω — 1. καθορίζω ή ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας, οριζοντιώνω 2. φέρνω στην ίδια γραμμή, στην ίδια ευθεία, τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλφάδι. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek